- κολλήεις
- κολλήεις (κολλάω): ξυστὰ ναύμαχα κολλήεντα, ship - spears united with rings, Il. 15.389†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κολλήεις — κολλήεις, εσσα, εν (Α) [κόλλα] συγκολλημένος, ενωμένος με κόλλα … Dictionary of Greek
κολλήεις — glued together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλήεντα — κολλήεις glued together neut nom/voc/acc pl κολλήεις glued together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλήεντ' — κολλήεντα , κολλήεις glued together neut nom/voc/acc pl κολλήεντα , κολλήεις glued together masc acc sg κολλήεντι , κολλήεις glued together masc/neut dat sg κολλήεντε , κολλήεις glued together masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek